- γεφῡρωτής
- γεφῡρωτής, der Brückenbauer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
γεφυρωτής — ο (Α γεφυρωτής) [γεφυρώ] γεφυροποιός … Dictionary of Greek
γεφυρωτής — ο ο γεφυροποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεφυρωτάς — γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc acc pl γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)